ετερόχθων

ετερόχθων
(-όνος), ων, ον чужеземный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ετερόχθων" в других словарях:

  • ετερόχθων — ον 1. αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα ή κράτος, αλλοδαπός, αλλογενής, ξένος 2. έποικος, πρόσφυγας 3. φρ. γεωλ. α) «ετερόχθονα κοιτάσματα λιθανθράκων» κοιτάσματα λιθανθράκων που σχηματίζονται από φυτικά λείψανα τα οποία συσσωρεύονται μακριά από… …   Dictionary of Greek

  • αλλόχθων — ( ονος), ον αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα, αλλοδαπός, ετερόχθων (σε αντίθεση προς το αυτόχθων). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + χθων] …   Dictionary of Greek

  • ετεροχθονία — η (νομ.) νομικό πλάσμα δυνάμει τού οποίου θεωρείται κάποιος ότι διαμένει στην επικράτεια τής εθνικότητάς του και όταν ακόμη βρίσκεται σε ξένη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερόχθων. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Νικόλ. Ι. Σαρίπολο] …   Dictionary of Greek

  • χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»